ματόφυλλο

ματόφυλλο
το
το βλέφαρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ματόφυλλο — το βλέφαρο, ματόκλαδο («τί θαρρείτε, έλεγεν ο Χαδούλης παίζοντας απάνω κάτω τα ματόφυλλά του», Καρκαβίτσας) …   Dictionary of Greek

  • βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …   Dictionary of Greek

  • βλέφαρο — το το σκέπασμα του ματιού, το ματόφυλλο: Δεν μπορούσα να κρατήσω τα βλέφαρά μου ανοιχτά απότη νύστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”